«Η Φαντασία, ήταν κάποτε ένα έξυπνο, πανέμορφο αλλά πολύ μοναχικό και εσωστρεφή κορίτσι. Κάποια στιγμή όμως όταν μεγάλωσε αρκετά βρήκε το θάρρος μέσα της και πήρε τη μεγάλη απόφαση να ζήσει την περιπέτεια, να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο.
Άρχισε λοιπόν να τρέχει χαρούμενη στην εξοχή, στα βουνά, στους κάμπους και στις παραλίες με τις υπέροχες αμμουδιές και να γνωρίζει ανθρώπους. Ταξίδεψε με μικρές βάρκες και μεγάλα καράβια στις θάλασσες και στους ωκεανούς του κόσμου και γνώρισε πολλούς ναυτικούς και ψαράδες στα μικρά και μεγάλα λιμάνια και στα ψαροχώρια της γης.
Στην ύπαιθρο γνώρισε άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας. Γνώρισε χωρικούς που όργωναν τα χωράφια τους, πλανόδιους μουσικούς στους δρόμους, τραγούδησε και χόρεψε μαζί τους και διασκέδασαν όλοι τους και ήταν πολύ ενθουσιασμένοι μαζί της.
Όταν όμως έφτασε στη μεγάλη πολιτεία με τους μεγάλους δρόμους, τα πολλά τα φώτα και τα ψηλά τα κτήρια, πέρασε απαρατήρητη. ‘Μα τι στο καλό’ είπε η Φαντασία, ‘ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε’. Άρχισε τότε να ρωτά τους ανθρώπους γύρω της τι τους συμβαίνει και δεν την προσέχουν, αλλά όλοι την κοίταζαν αδιάφορα λέγοντας της:
Είσαι πολύ ενοχλητική το ξέρεις; δεν είσαι του συστήματος.
Μες την τεμπελιά σε βρίσκω, εμείς εδώ έχουμε σύστημα.
Είσαι πια πολύ μπανάλ και παρωχημένη για την εποχή μας, δεν ανήκεις στο δικό μας σύστημα.
Οι έμποροι είπαν πως δεν είχαν χρόνο να χάσουν μαζί της, οι καλλιτέχνες πως είναι άχρηστη για την τέχνη και, όταν μπήκε σε μια συνέλευση σοφών, αυτοί την πέταξαν έξω με τις κλοτσιές γιατί δεν ταίριαζε με τη σοβαρότητά τους.
Η Φαντασία πικράθηκε πολύ στην αρχή και δάκρυσε. Ύστερα, όμως, θύμωσε και ορκίστηκε να εκδικηθεί τους ανθρώπους. Από την ημέρα εκείνη, η Φαντασία μεταμορφώθηκε κι έγινε για το σύστημα, η πιο "Καυτή Πατάτα"!»
*Έβαλα εδώ το φατσοβιβλίο μου αλλά με τα τρεχάματα που έχω, ισχύει μάλλον το «Ψάξε-ψάξε δεν θα με βρεις».